λυγαρήσιος
Смотреть что такое "λυγαρήσιος" в других словарях:
λυγαρήσιος — α, ο κατασκευασμένος από κλάδους ή άνθη λυγαριάς, λύγινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυγαριά + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, ποταμ ήσιος)] … Dictionary of Greek
λυγαρήσιος — α, ο κατασκευασμένος από κλάδους ή άνθη λυγαριάς, λύγινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυγαριά + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος, ποταμ ήσιος)] … Dictionary of Greek